“Όσο περνούν οι μέρες, τόσο το μυστικό μου γίνεται ασήκωτο, δεν αντέχω πια να το κουβαλάω μόνη μου. Σκέφτηκα να μιλήσω στην κυρία Αποστόλου, την καθηγήτρια των γαλλικών. Είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου τι θα της έλεγα. Ήταν δύσκολο όμως να την ξεμοναχιάσω. Χτες όμως άφησα κατά μέρος την ντροπή κι ανέβηκα στης Ιόνιας. Με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως κάτι με βασάνιζε. Το βλέμμα της, ερευνητικό, με διαπερνούσε. Με πήρε από το χέρι και καθίσαμε στο καναπεδάκι της εισόδου. “Λέγε μου… Κάτι θέλεις να μου πεις εσύ, το φωνάζουν τα μάτια σου…””
Μια οικογένεια αναγκάζεται να ξεσπιτωθεί από το χωριό όπου μένει και να εγκατασταθεί σ’ ένα υπόγειο διαμέρισμα της σύγχρονης Αθήνας. Ο δεκαοχτάχρονος Λευτέρης προσαρμόζεται γρήγορα στη ζωή της πόλης. Γνωρίζει την πλούσια κι όμορφη Φωτεινή και ζουν ένα μεγάλο έρωτα. Η Δάφνη, η μικρότερη αδερφή του, μαθήτρια του Γυμνασίου, αθώα κι ευαίσθητη καθώς είναι, θα δυσκολευτεί να ξεπεράσει την τραυματική εμπειρία που θα ζήσει κοντά στον αδίστακτο κι επικίνδυνο Θέμη. Ένα δυνατό μυθιστόρημα για τον κόσμο των σημερινών εφήβων, με τ’ αδιέξοδα, τα καθημερινά προβλήματα και τους κινδύνους της μεγάλης πόλης.